Possibly by lack of measure, enthusiasm surplus
(or simply boredom)
I decided to invade Denmark
I armed my decision
With muskets and horns
Drums, bayonet
And a rhythmical trot.
I folded my sleep
To fit in my pockets
And for my coat of arms I choose
A slaughtered age
***
Before break of dawn
I am on my way
Covering the distance
Covering the distance
To Denmark
***
And there they are:
Guardians of ruins behind enemy punches,
Owners of rare sea shells underneath umbrellas.
Girls plucking seconds, women kneading months.
Look, men dying in foreign languages
And I walk in silence.
For so many years I walk in silence
Covering my distance
To Denmark.
***
One morning I crossed the final frontier.
Armed to the teeth, I invaded Denmark.
The streets with Danish flags
The homes with Danish kids
The time with Danish hours.
I invaded and invaded
This country
They all call Denmark.
***
***
And found her empty.
***
***
People abandoned the cities, the villages and the streets.
Perhaps they caught wind of my plans
Or perhaps they got fed up being Danes
-Empty cities, villages and streets-
Surrounded by silence.
***
And the water,
Even the water
flowing soundlessly
***
One night, on a sudden square I met a figure:
“You are Hans Christian Andersen” I said. “You are a Dane”.
“So they say” said he. “They talk too much. And then they go silent. But don’t fear the silence. There once was a time when silence was another way to admit that you know. And now we experience this, her domesticated behavior.
”We lived time, helping our dreams seek shelter into some strangers sleep, in fear we might suddenly wake up. Perhaps one day. When the white page ceases to be silent. When the space between the words thickens or when the sky loses its height.”
***
“But enough of that. Take this axe, take it and hold it tight by the handle.
Take it and let’s go take down
ancient trees.”
Ίσως από έλλειψη μέτρου, ενθουσιασμό
(ή ίσως από ανία),
πήρα την απόφαση να εισβάλλω στη Δανία
Την απόφαση μου εξόπλισα.
Με μουσκέτα και σάλπιγγες,
τύμπανα, ξιφολόγχες
και έναν ρυθμικό βηματισμό.
Τον ύπνο μου τύλιξα
Να χωράει στις τσέπες.
Και για θυρεό χρονολόγησα
μια ηλικία σφαγμένη.
***
Λίγο πριν το ξημέρωμα
αρχίζω τη διαδρομή μου
διασχίζοντας την απόσταση,
διασχίζοντας την απόσταση
ως τη Δανία
***
Και να ’τοι εκεί:
Φύλακες ερειπίων πίσω από γροθιές εχθρικές,
ιδιοκτήτες σπάνιων κοχυλιών κάτω από τις ομπρέλες.
κορίτσια μαδούν δευτερόλεπτα, γυναίκες ζυμώνουνε μήνες.
Κοίτα, άντρες πεθαίνουνε σε ξένες γλώσσες
κι εγώ προχωρώ σιωπηλός.
Τόσα χρόνια προχωρώ σιωπηλός
την απόστασή μου
ως τη Δανία.
***
Ένα πρωινό, πέρασα τα τελευταία σύνορα.
Οπλισμένος μέχρι τα δόντια, εισέβαλα στη Δανία.
Στους δρόμους με τις δανέζικες σημαίες,
στα σπίτια με τα δανέζικα παιδιά,
στον χρόνο με τις δανέζικες ώρες.
Εισέβαλα και εισέβαλα
στη χώρα αυτή
που όλοι ονομάζουν Δανία.
***
***
Και την βρήκα άδεια.
***
***
Οι άνθρωποι άφησαν τις πόλεις, τα χωριά και τους δρόμους.
Ίσως επειδή μάθανε τα σχέδια μου,
ή ίσως επειδή κουραστήκαν να είναι Δανοί
-Άδειες οι πόλεις, τα χωριά και οι δρόμοι-
Και γύρω σιωπή.
***
Και το νερό,
ακόμα και το νερό
κυλούσε δίχως θόρυβο
***
Μια νύχτα, σε μια ξαφνική πλατεία συνάντησα μια φιγούρα:
‘’Είσαι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν’’ είπα. ‘’Είσαι Δανός’’.
‘’Έτσι λένε’’ απάντησε. ‘’Πολλά λένε. Και άλλοτε σωπαίνουν. Μα μη φοβηθείς τη σιωπή. Κάποτε η σιωπή υπήρξε άλλος ένας τρόπος να παραδεχτείς πως γνωρίζεις. Και τώρα εμείς ζούμε όλη αυτή την κατοικίδια συμπεριφορά της.
Ζήσαμε τον χρόνο, φυγαδεύοντας το όνειρο μας στον ύπνο κάποιου ξένου, φοβισμένοι μπας και ξυπνήσουμε ξαφνικά. Ίσως κάποτε. Όταν η λευκή σελίδα σωπάσει. Όταν η απόσταση ανάμεσα στις λέξεις πυκνώσει ή ίσως όταν ο ουρανός χαμηλώσει.’’
***
‘’Αρκετά όμως μ’ αυτά. Πάρε αυτό το τσεκούρι, παρ’ το και κράτα το γερά από την λαβή.
Παρ’ το και πάμε να κόψουμε
αρχαία δέντρα.’’